- σπερματίς
- (-ίδος) η анат. семенная железа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σπερματίδα — η / σπερματίς, ίδος, ΝΑ και σπερματίδη Ν νεοελλ. ανατ. η άμεση πρόδρομη μορφή τού σπερματοζωαρίου, αλλ. κύτταρο τού Κέλλικερ αρχ. φρ. «σπερματίδες φλέβες» οι σπερματίτιδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, ατος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κληματ ίς). Η λ. ως… … Dictionary of Greek